καρνεονίκης

καρνεονίκης
καρνεονίκης και δωρ. τ. καρνεονίκας, ὁ (Α)
1. επιγρ. νικητής στα Κάρνεια, στους Καρνείους αγώνες
2. στον πληθ. Καρνεονῑκαι
τίτλος έργου τού Ελλανίκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρνεια, ονομ. εορτής (βλ. κάρνειος) + -νίκης (< νίκη), πρβλ. ολυμπιο-νίκης πυθιο-νίκης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καρνεονίκαις — Καρνεονί̱καις , Καρνεονίκης victor in the Carnean games masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”